εξαναζέω

εξαναζέω
ἐξαναζέω (Α)
(και μτφ.) κάνω κάτι να βράσει, να κοχλάσει
«τοιόνδε Τυφὼς ἐξαναζέσει χόλον» — ο Τυφώς θα κάνει ώστε να κοχλάσει τέτοια οργή, Αισχύλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐξαναζέσει — ἐξαναζέω boil up with aor subj act 3rd sg (epic) ἐξαναζέω boil up with fut ind mid 2nd sg ἐξαναζέω boil up with fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”